ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ: Αυτή η εργασία είναι ένα λογοτεχνικό έργο, και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σάτιρα, υπερβολή, σύνθετο χαρακτηρισμό και άλλα λογοτεχνικά στυλ για να επιτύχει ένα συγκεκριμένο δραματικό αποτέλεσμα, έλξη ή γέλιο. Κανέναs άλλο σκοπόs δεν επιδιώκεται από τον συγγραφέα εκτός από την καλλιτεχνική έκφραση.

Διαβάζοντας τη ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ που είναι στο τελος της ιστοσελίδας, είναι αυτονόητο ότι ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει όσες στροφές θέλει και όποιες θέλει απο τα παρακάτω κάλαντα.


Πατήστε εδώ για να δείτε κι άλλα ποιήματα pindaratos.com

ΣΑΤΥΡΙΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

Γιωργάκης

Είναι βράδυ κι ο Γιωργάκης
ετοιμάζεται να κοιμηθεί
διότι την άλλη ημέρα θέλει
τα κάλαντα των Χριστουγέννων να πει.

Τα μάτια του σε λίγο γλαρώνουν
κι είναι στη αγκαλιά του Ορφέα.
Και στον ύπνο του τα κάλαντα
τα λέει με μια παιδική παρέα.

Τα κάλαντα όμως που ψάλλει
δεν είναι τα συνηθισμένα,
στ’ αυτιά του ηχούν σαν να είναι
απ’ παραμύθια παρμένα.

Τα τρίγωνα ηχούν θλιβερά
με μία πένθιμη βουή
και τα λόγια ακολουθούν
με μία τρεμουλιαστή φωνή.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,
ποιός είναι ο χρησμός σας;
Χριστού η Θεία γέννηση,
μαύρη για το λαό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
και πάνω σε κάθε πόλη,
οι ουρανοί δεν αγάλλονται,
και κλαίει η φύσις όλη.

Στη Βουλή μας τίκτεται,
απόφαση των καυχησιολόγων,
και καύχημα των πραιτωριανών,
που βασανίζουν το βίο όλων.

Πλήθος ανθρώπων ψάλλουσι,
«μας βγάλατε την πίστη,
η αναλγησία σας προηγούμενο
δεν έχει κι έφτασε στα ύψη».

Εκ της Ευρώπης έρχονται,
τρεις «τράγοι» με καπέλα
και το μεγάλο δώρο τους
είναι στο αίμα μας η βδέλλα.

Στην πρωτεύουσα μας φτάσανε,
και με πόθο ερωτούσι
που είναι η αρχαία Ακρόπολη
στους Ευρωπαίους να πωλούσι.

Τα μάτια του λαού δάκρυσαν
και με λίγη εμπιστοσύνη,
ρωτούσαν την Ηρώδο-Κυβέρνηση
για των «τράγων» την παραφροσύνη.

Όμως ο Ηρώδης φοβήθηκε,
για την πλούσια βασιλεία,
μήπως ξυπνήσει ο λαός
και πάρει την εξουσία.

Το διαβεβαίωσε με ευγλωττία
καθόλου να μην ανησυχεί,
η Ακρόπολη για πάντα
θα είναι Ελληνική.

Ο λαός όμως θορυβημένος
πίσω στην ιστορία το γυρίζει
και τα ελγίνεια μάρμαρα
με στόμφο του υπενθυμίζει.

Ο πονηρός Ηρώδης όμως
προσπαθεί να τον ησυχάσει,
άλλα ο σκοπός του είναι
να τον ξεγελάσει.

Κράζει τους «τράγους» και ρωτά
πόσο η Ακρόπολη διατιμάται,
μ’ αυτό τον τρόπο
η ιστορία από αυτόν εκτιμάται.

Αυτοί του λένε μ ’ αυθάδεια
ότι στον λαό θα υπάγουν
και θα του πουν ότι
την Ακρόπολη θα πάρουν.

Η Ελλάδα απ’ τα πολλά δάνεια
είναι υπερχρεωμένη
κι αν δεν τους πωλήσουν την Ακρόπολη
για πάντα θα είναι χρεωμένη.

Πανικοβλημένος ο Ηρώδης
τους «τράγους» προσπαθεί να ηρεμήσει,
εξηγώντας τους ότι τον λαό του
δεν πρέπει να εξοργίσει.

Βγαίνουν οι «τράγοι» τρέχοντας,
κι ένα μαύρο σύννεφο βλέπουν,
που γρήγορα κατέβαινε,
και με ανησυχία προστρέχουν.

Φτάνοντας στη Βουλή βλέπουν,
ένα πλήθος να είναι εκεί απ’ ώρα,
που διαμαρτύρεται δημοκρατικά,
και ήρθε απ’ όλη τη χώρα.

Οι «τράγοι» για μια στιγμή σαστίζουν
και χάνουν την ψυχραιμία τους
και οδεύουν προς τη Βουλή
για να βρουν την ηρεμία τους

Καθώς πάνε προς τη Βουλή κάτι έργα
στο δρόμο δεν προσέχουν,
και σ’ ένα υπόνομο
δυστυχώς μέσα πέφτουν.

Με μεγάλο κόπο βγαίνουν
στην επιφάνεια τρομοκρατημένοι,
απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια
με βρωμιές πασαλειμμένοι.

Ορμάνε μέσα στη Βουλή
για να βρουν προστασία
κι από πίσω τους ακολουθεί
ο Ηρώδης σαν οπτασία.

Μια μπόχα χτυπάει τους ανθρώπους
που είναι εκεί κι απορημένοι
τους κοιτάζουν που βρωμάνε απ’ τα
βρομόνερα και που είναι πασαλειμμένοι.

Εκεί γονατιστός ο Ηρώδης τους «τράγους»
προσπαθεί να ορκίσει
τώρα την Ακρόπολη να μην πάρουν
για να μπορέσει το λαό να ηρεμήσει.

«Εγώ σας υπογράφω μελλοντικά
της Ακρόπολης την ιδιοκτησία,
μα μην πείτε του λαού τα μυστικά
για να μου σιγουρέψετε την βασιλεία»

Ξαφνικά οι ουρανοί ανοίγουν
κι Άγγελοι κατεβαίνουν αγανακτισμένοι,
κι απ’ την αυθάδεια
των «τράγων» και του Ηρώδη σοκαρισμένοι.

Μια ψαλμωδία ακούγεται
απ’ τους Αγγέλους στον αέρα
μελωδικά διασκορπίζεται
σ’ όλο τον αιθέρα.

Η Ακρόπολη είναι ελληνική
και κανείς δεν θα την πάρει
αυτό οι «τράγοι» από την Ευρώπη
ας το πάρουν χαμπάρι.»»

«Γιωργάκη, Γιωργάκη,
πρέπει να σηκωθείς
να πας με τους φίλους σου
τα κάλαντα να πεις.»

Ο Γιωργάκης ανοίγει τα μάτια,
βλέπει την μητέρα του να φωνάζει,
και συνειδητοποιεί ότι δεν είναι
κανένας Άγγελος που προστάζει.

Αχ τι κάλαντα ήταν αυτά,
βγαλμένα απ’ τα παραμύθια,
για μια στιγμή όμως πίστεψε
ότι ήταν πέρα για πέρα αλήθεια.

Συνταξιούχος

Ένας συνταξιούχος
κοιτάζει με απελπισία
το χαράτσι της ΔΕΗ
που του έχει στείλει η εξουσία.

Είναι παραμονή Χριστουγέννων
παντού τα κάλαντα ηχούν
και περιμένει τα εγγόνια του
και αυτού τα κάλαντα να πουν.

Τα μάτια του γλαρώνουν και στον
κόσμο των ονείρων ταξιδεύει
καθώς περιμένει τα εγγόνια του μια μελωδία
με τρίγωνα τ’ αυτιά του χαϊδεύει.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,
ποιός είναι προορισμός σας;
Χριστού η Θεία γέννηση,
μαύρη για το λαό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
και πάνω από κάθε πόλη,
οι ουρανοί δεν αγάλλονται,
κλαίει η φύσις όλη.

Το χαράτσι της Δ Ε Η, η βάρβαρη
απόφαση των καυχησιολόγων,
και καύχημα των πραιτoριανών,
κρέμεται σαν πέλεκυς επί των Ελλήνων όλων.

Πλήθος λαού ψάλλει,
«μας βγάλατε την πίστη,
η αναλγησία σας προηγούμενο
δεν έχει κι έφτασε στα ύψη».

Αγανακτισμένο έρχεται,
με όλη του τη φόρα,
που η απελπισία το έχει οδηγήσει,
απ’ όλη τη χώρα.

Φτάνοντας στους κυβερνώντες
μ’ αγανάκτηση τους λέει,
ότι του έχει καταστρέψει τη ζωή,
κι η αναλγησία τους το κάνει να κλαίει.

Αυτοί μόλις αυτά ήκουσαν,
όπως ο Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκαν,
κι έγιναν θηριώδεις.

‘Όμως ποτέ δεν φοβήθηκαν
κανείς να τους πάρει την αναλγησία,
διότι αυτή ακριβώς
τους είχε ανεβάσει στην εξουσία.

«Αυτός ο λαός πως τολμά,
ν’ αντιδρά με τον τρόπο που κυβερνάται;»
αναρωτιόσασταν κάποιοι κυβερνώντες
«κι η ηρωική τους προσπάθεια να μην εκτιμάται;».

Του είπαν να υπάγει
και καθόλου να μην τολμήσει
να διαμαρτυρηθεί, γιατί
το εισόδημα του έχoυν ψαλιδίσει.

Αγανακτισμένος ο λαός,
φεύγει να πάει να διαλαλήσει,
πως και αυτός έχει δικαίωμα,
τη ζωή του αξιοπρεπώς να ζήσει.

Βγαίνουν οι μανδαρίνοι τρέχοντας,
και ένα μαύρο σύννεφο βλέπουν,
που γρήγορα κατέβαινε,
και με ανησυχία προστρέχουν.

Φτάνοντας εις το μέγαρο της Βουλής,
βρίσκουν κάποιους που με άριστο τρόπο
και με ευγλωττία υπερασπίζονταν
των μνημονίων τον υπέρογκο τόκο.

Γονατιστοί όλοι τους δανειστές προσκυνούν,
και ως δώρο τους χαρίζουν,
το λαό δεμένα χειροπόδαρα .
και ως «αυτοκράτορες» τους ευφημίζουν.

Τα δώρα είναι ως «Εισφορά Αλληλεγγύης»
στους μισθούς μηνιαίες παρακρατήσεις,
αύξηση εισφορών για επικουρική σύνταξη,
μείωση των εφάπαξ και ΕΚΑΣ καταργήσεις.

Φόρους, φόρους το λαό να δέσουν,
και σαν δώρο να τον παραπέμψουν
με δουλοπρέπεια στην «Νέα Αυτοκρατορία,»
που μεθοδικά έχει ετοιμάσει μια τυραννική κυριαρχία.

Αφού τους προσκυνήσασιν,
ευθύς πάλιν μισεύουν,
και τους «αυτοκράτορες» μελετούν,
να πάνε για να εύρουν.

Και η κυβέρνηση δια μέσου πραιτωριανών,
σε όλο το λαό προπαγανδίζει,
ότι σ’ αυτό το μονόδρομο πρέπει να πορευτούν,
αυτή επιτέλους αποφασίζει .

Για το λαό η αυγή
ακόμη δεν χαράζει,
κάθε ημέρα τρομοκρατείται,
και το κακό στο νου του βάζει.

Οι πολιτικάντηδες γης μαδιάμ,
τη χώρα μας έχουν κάνει,
κι αν συνεχίσουν έτσι,
για πάντα θα την έχουν ξεκάνει.

Αυτοί όμως που μας κυβερνάνε,
έχουν αποφασίσει να συνεχίσουν
την καταστρεπτική τους πρακτική
και τίποτα όρθιο να μην αφήσουν.

Βλέποντας οι κυβερνώντες
ότι τα ταμεία δεν γεμίζουν,
τον λαό ακόμη
πιο πολύ ξεζουμίζουν.

Ο λαός ν’ αντέξει άλλο δεν μπορεί,
υποφέρει κάθε ημέρα.
η οργή του απλώνεται,
και διασκορπίζεται στο αέρα.

Αναρωτιέται τι θα κάνουν οι κυβερνώντες
και δεν ξέρει τι να πιστέψει,
θα πάρουν άλλα μέτρα;
και τι για το λαό θα φέξει;»

Ξαφνικά το κουδούνι
της πόρτας κτυπάει
κι από τον ύπνο
που είχε πάρει ξυπνάει.

«Παππού έ Παππού.
άνοιξε την πόρτα μέσα
να μπούμε και τα κάλαντα
για το καλό να πούμε».

Ο συνταξιούχος αμέσως
πάει την πόρτα ν’ ανοίξει
και τα εγγονάκια του
αμέσως να καλωσορίσει.

Συνταξιούχος (σύντομο)

Ένας συνταξιούχος
κοιτάζει με απελπισία
το χαράτσι της ΔΕΗ
που του έχει στείλει η εξουσία.

Είναι παραμονή Χριστουγέννων
παντού τα κάλαντα ηχούν
και περιμένει τα εγγόνια του
και αυτού τα κάλαντα να πουν.

Τα μάτια του γλαρώνουν και στον
κόσμο των ονείρων ταξιδεύει
καθώς περιμένει τα εγγόνια του μια μελωδία
με τρίγωνα τ’ αυτιά του χαϊδεύει.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες,
ποιός είναι ο προορισμός σας;
Χριστού η Θεία γέννηση,
μαύρη για το λαό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
και πάνω από κάθε πόλη,
οι ουρανοί δεν αγάλλονται,
κλαίει η φύσις όλη.

Το χαράτσι της Δ Ε Η, η βάρβαρη
απόφαση των καυχησιολόγων,
και καύχημα των πραιτoριανών,
κρέμεται σαν πέλεκυς επί των Ελλήνων όλων.

Πλήθος λαού ψάλλει,
«μας βγάλατε την πίστη,
η αναλγησία σας προηγούμενο
δεν έχει κι έφτασε στα ύψη».

Αυτοί όμως που μας κυβερνάνε,
έχουν αποφασίσει να συνεχίσουν
την καταστρεπτική τους πρακτική
και τίποτα όρθιο να μην αφήσουν.

Βλέποντας οι κυβερνώντες
ότι τα ταμεία δεν γεμίζουν,
τον λαό ακόμη
πιο πολύ ξεζουμίζουν.

Ο λαός ν’ αντέξει άλλο δεν μπορεί,
υποφέρει κάθε ημέρα.
η οργή του απλώνεται,
και διασκορπίζεται στο αέρα.

Αναρωτιέται τι θα κάνουν οι κυβερνώντες
και δεν ξέρει τι να πιστέψει,
θα πάρουν άλλα μέτρα;
και τι για το λαό θα φέξει;»

Ξαφνικά το κουδούνι
της πόρτας κτυπάει
κι από τον ύπνο
που είχε πάρει ξυπνάει.

«Παππού έ Παππού.
άνοιξε την πόρτα μέσα
να μπούμε και τα κάλαντα
για το καλό να πούμε».

Ο συνταξιούχος αμέσως
πάει την πόρτα ν’ ανοίξει
και τα εγγονάκια του
αμέσως να καλωσορίσει.

Άνεργος

Ένας άνεργος αναρωτιέται
πως θα μπορέσει να ζήσει
με τους λογαριασμούς που’ χει λάβει
κι υπερβολικά τους έχουν αυξήσει.

Είναι παραμονή Χριστουγέννων
κι όλα τα παιδιά τα κάλαντα λένε
τα παιδιά του όμως, δώρα δεν έχουν,
φαγητό δεν έχουν, κι για αυτό κλαίνε.

Καθώς κάθεται στο διαμέρισμά του
και τα κάλαντα ν’ ακούσει περιμένει,
ξαφνικά τα μάτια του γλαρώνουν
και στο κόσμο των ονείρων πηγαίνει.

Κάτι μορφές απαίσιες
παρουσιάζονται στο σπιτικό του
λέγοντας κάτι κάλαντα που
του κάνουν πιο βαρύ τον καημό του.

«Εμείς είμαστε οι άρχοντες,
άσχημο θα είναι το ριζικό σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση,
δεν θα πούμε στο σπιτικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον,
και πάνω από κάθε πόλη,
οι ουρανοί δεν αγάλλονται,
κλαίει η φύσις όλη.

Εν τη Ελλάδι τίκτεται
απόφαση των μνημονιολόγων
επιβολή των χαρατσιών
κι η καταστροφή των όλων,

Εμείς είμαστε τελείως ανίκανοι,
αποτύχαμε στην είσπραξη των εσόδων
κι για αυτό τώρα ζητάμε
την αφαίμαξη όλων.

Κόψαμε συντάξεις και μισθούς
και στα υπέρογκα ύψη
φτάσαμε τους φόρους
και σας αλλάξαμε την πίστη.

Εμείς για τον εαυτό μας
αναδρομικά ζητάμε
και δεν μας ενδιαφέρει
αν στον άλλο κόσμο σας πάμε.

Εκ της τρόικας έρχονται
οι μάγοι με τα δώρα
μ’ ένα μόνο σκοπό
να τα ρημάξουν όλα.

Φτάνοντας στη ποθούμενη γη
ζητάνε μ’ απίστευτη ευκολία
την καθολική υποταγή του λαού
και την απόλυτη κυριαρχία.

Μ’ απόλυτη ειλικρίνεια σας λέμε ούτε ένα
κομμάτι ξερό δεν θα μπορέσετε να βρείτε.
Και για να ζήσετε στα σκουπίδια
θα ψάχνετε αποφάγια για να βρείτε.

Πρέπει να καταλάβετε καλά
ότι μονάχα ο λαός φταίει
για το κακό που έχει βρει την πατρίδα μας
και για την οικονομία που παραπαίει.

Γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθεί και
να του πάρουν τα λεφτά και τα σπίτια
καθόλου λεφτά να μην έχει, ούτε να φάει,
μα ούτε για τσιγάρα και σπίρτα.

Πρέπει να μειώσουμε συντάξεις
ν’ απολύσουμε υπαλλήλους,
να μην αφήσουμε τίποτα όρθιο
να καταστρέψουμε αλλήλους.

Ξαφνικά, μια μαγική ομίχλη έπεσε
σαν στην Αίγυπτο κατά Μωυσή
που στύλωσε των κυβερνώντων τα πόδια
κι άρχισε να τους παίρνει την ψυχή

«Βοήθεια!» οι κυβερνώντες άρχισαν να βογγάνε
Ενώ τα λόγια τους έβγαιναν με λίγη πνοή
κι οι μορφές τους πήραν άλλη μορφή,
και έγιναν άψυχα κουκλιά χωρίς ζωή.

Κι οι υπάλληλοι ερμήνευσαν τα γεγονότα
πως ηταν μια ουράνια εντολή
να βγάλουν τα άψυχα κουκλιά στο Σύνταγμα
για να ’ρθει ο λαός να τους δει.

Διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλο τον κόσμο
ότι η κυβέρνηση πια δεν λειτουργεί
κι όλα τους τα μέλη γελοίες μαριονέτες
έχουν γίνει κι έχουν αχρηστευθεί.

Κατέβηκε όλος ο κόσμος με χαρά
τους πρώην δυνάστες να δει και να χαρεί
που δεν είχαν καθόλου ψυχή ούτε μιλιά
κι απ’ την κυβέρνηση είχαν εξαφανιστεί.

Όλοι τους κοίταγαν περίεργα,
μερικά παιδιά τους κορόιδευαν,
κι άλλοι γελούσαν μ’ αυτούς
που χρόνια τους παίδευαν.

Έμοιαζαν σαν πρωτοχρονιάτικα
παιχνίδια που είχαν χαλάσει,
δεν ήταν πια οι πανίσχυροι κυβερνώντες,
τώρα μόνο έκαναν τον κόσμο να γελάσει.

Μερικά παιδιά τους σήκωναν χέρια και τα πόδια
κι τ’ άφηναν να πέσουν χωρίς καιρό να χάσουν
κι αυτά αμέσως πλάφ πλούφ πλάφ έπεφταν
κάτω κάνοντας τον κόσμο να γελάσουν.

Χοροί, χαρές και πανηγύρια,
όλοι οι πολίτες γλεντούσαν,
που επιτέλους γλύτωσαν
απ’ αυτούς που τους «μαδούσαν».

Σ’ όλα τα μέρη άκουγες γέλια
χαρούμενα τραγούδια ν’ αντηχούν
ο κόσμος τον θεό να ευχαριστεί
κι οι καμπάνες χαρμόσυνα να κτυπούν.»

Ξαφνικά οι καμπάνες άρχισαν
διαφορετικά να κτυπούν,
ντρίν, ντρίν και η φωνή της γυναίκας του
να λέει ότι τα παιδιά τα κάλαντα θέλουν να πουν.

Ανοίγει τα μάτια του
κοιτάει γύρω σαστισμένος
και λέει, αχ ήταν μονάχα ένα όνειρο
και μένει απογοητευμένος.

Copyright 2011, Lefteris Pindaratos. All Rights Reserved.
This work may not be copied, reproduced, or used without written permission by the author.


ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ: Το έργα αυτά είναι μια πνευματική ιδιοκτησία. Ωστόσο υπό τους όρους που περιγράφονται κατωτέρω, τα περισσότερα δικαιώματα επεκτείνονται στο κοινό. Ο συγγραφέας επιτρέπει σε κάθε αναγνώστη να αντιγράψει τα έργα αυτά, να τα αναπαράγει σε άλλα μέσα, καθώς και δημιουργία παράγωγων έργων όπως: μουσική, θεατρική, τηλεοπτική κωμική σειρά, ταινία, ή άλλες προσαρμογές. Ωστόσο, σε όλες τις αναπαραγωγές και παράγωγα, η άδεια παραχωρείται υπό τον όρο ότι το όνομα του συγγραφέα πρέπει να αναφέρεται.

Πατήστε εδώ για να δείτε κι άλλα ποιήματα pindaratos.com