ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ: Αυτή η εργασία είναι ένα λογοτεχνικό έργο, και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σάτιρα, υπερβολή, σύνθετο χαρακτηρισμό και άλλα λογοτεχνικά στυλ για να επιτύχει ένα συγκεκριμένο δραματικό αποτέλεσμα, έλξη ή γέλιο. Κανέναs άλλο σκοπόs δεν επιδιώκεται από τον συγγραφέα εκτός από την καλλιτεχνική έκφραση.

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑ


Ένας άνεργος πατέρας βαριά σέρνει τα βήματά του
και σκέφτεται τι συμβαίνει τελευταία στην οικογένειά του.
Τα δάκρυά του δεν μπορεί να κρατήσει
γιατί την οικογένειά του δεν μπορεί να συντηρήσει.

Είναι καιρός τώρα που’ χει χάσει τη δουλειά του
και τα λεφτά που έχει δεν φτάνουν να ταΐσει τα παιδιά του.
Θέρμανση δεν έχουν και το ρεύμα η ΔΕΗ το έχει κόψει,
κι η έλλειψη χρημάτων στην πείνα την οικογένειά του έχει σπρώξει.

Το μυαλό του στα δύο παιδιά του κάθε μέρα στριφογυρίζει
και κάθε μέρα ότι μερικά λεφτά θα οικονομήσει ελπίζει
για να μπορέσει ν’ εξασφαλίσει φαγητό για τα παιδιά του
αλλά δυστυχώς δεν το κατορθώνει και σφίγγεται η καρδιά του.

Τα κακόμοιρα παιδάκια πάνε στο σχολείο απογοητευμένα
και γυρίζουν πίσω στο σπίτι με τα μάτια κλαμένα
και λένε στη μαμά τους, «μανούλα πεινάμε, λίγο φαγάκι»
και η μανούλα τους βάζει με μισή καρδιά λίγο ρυζάκι.

Αλλά τα παιδιά με κανένα τρόπο δεν μπορούν να χορτάσουν,
Ούτε τα παιγνίδια μπορούν την πείνα τους να ξεγελάσουν
και για ύπνο τα κακόμοιρα πάνε απογοητευμένα
και το πρωί κατά τις τέσσερις σηκώνονται πεινασμένα.

Τα μάτια τους είναι μπασμένα και αδυνατισμένα
τρικλίζουν από την πείνα σαν μεθυσμένα,
πιάνουν τις κουτάλες και τις κατσαρόλες κτυπάνε
και φωνάζουν «θέλουμε να φάμε, πεινάμε».

Οι γονείς όταν τ’ ακούν η ψυχή τους γίνεται χίλια δύο κομμάτια
και βροχή πέφτουν τα δάκρυα απ’ τα ήδη βουρκωμένα τους μάτια.
Τα παιδάκια τους υποφέρουν και δεν μπορούν να τα βοηθήσουν
να κάνουν κάτι και την πείνα έστω και προσωρινά να σταματήσουν.

Οι κυβερνώντες όχι μόνο δεν τους έχουν βοηθήσει
αλλά και τους φόρους τρομακτικά έχουν αυξήσει
κάνοντας για αυτούς αδύνατο να επιζήσουν
και μια μέρα τη ζωή ν’ αποχαιρετήσουν.

Κι έτσι σήμερα ο πατέρας τους δρόμους ψάχνει
ένα φτωχό μεροκάματο να κάνει
για να μπορέσει την οικογένειά του να βοηθήσει
και τα δύο παιδιά του απ’ την πείνα να τα ηρεμήσει.

Όμως τίποτα δεν κατάφερε να βρει στην πόλη
και περπατάει συνέχεια σκυφτός την ημέρα όλη.
Οι εικόνες των παιδιών του που τις κατσαρόλες κτυπούν,
έρχονται στο μυαλό του και εκκωφαντικά στα αυτιά του αντηχούν.

Προχωράει κι απελπισμένος βουλώνει τ’ αυτιά του
να μην ακούει τις φωνές που σπαράζουν την καρδιά του
τα πεινασμένα του παιδιά δεν φεύγουν απ’ το μυαλό του
κι αυτό μεγαλώνει αβάσταχτα τον καημό του.

Μέσα στην πόλη σαν τρελός τριγυρίζει
η πίκρα κι η απογοήτευση την ψυχή του αγγίζει
τα δάκρυα του τρέχουν βροχή στα μαγουλά του
κυλούν και φτάνουν στην καρδιά του.

Έτσι όλη την ημέρα γυρίζει αφηρημένος
και περπατάει σαν ναρκωμένος
το θόρυβο των αυτοκίνητων δεν παρατηρεί
ούτε καν βλέπει τον κόσμο καθώς κυκλοφορεί.

Στον απέναντι δρόμο πάει να διαβεί
χωρίς το κόκκινο φανάρι να δει,
ξαφνικά ακούγονται κάποια φρένα να στριγγλίζουν
και κάποιες κόρνες και φωνές να βουίζουν.

Ένα λεωφορείο έχει σταματήσει
κι ο οδηγός έχει αγανακτήσει.
Μαζί του οι επιβάτες κοιτούν ταραγμένοι
και στην κατάσταση που είναι φωνάζουν θυμωμένοι.

«Παλάβωσες και με το κόκκινο έχεις περπατήσει
και την κυκλοφορία το δρόμου έχεις εμποδίσει;
Σε κίνδυνο έχεις βάλει τη ζωή μας
κι έχει πάει στον άλλο κόσμο η ψυχή μας.

Καλά καθόλου δεν φοβάσαι
ούτε τη ζωή σου λυπάσαι;
Αν ο οδηγός δεν προλάβαινε να φρενάρει
την ζωή σου θα είχε πάρει.»

Ο πατέρας κοιτάει σαστισμένος
κι από το συμβάν αποβλακωμένος
ξαφνικά φαίνεται σαν κάτι αρχίζει να λέει
ο κόσμος το βλέπει να γονατίζει και να κλαίει.

Ο οδηγός απ’ το λεωφορείο κατεβαίνει
πλησιάζει τον πατέρα και το ρωτάει «τι συμβαίνει;»
ο πατέρας του λέει την ιστορία με τα παιδιά του
και την απογοήτευση που έχει φωλιάσει στην καρδιά του.

Τα λόγια του πατέρα την καρδιά του οδηγού χαρακώνουν
και τα μάτια του από συμπόνια αρχίζουν να βουρκώνουν.
Ο οδηγός συγκινημένος αρχίζει κι αυτός δίπλα του να κλαίει
Κι ο πατέρας με αναφιλητά τον πόνο του να λέει.

Περίεργοι κατεβαίνουν όλοι οι επιβάτες
και μαζί κάποιοι περαστικοί διαβάτες
και όλοι ρωτούν «γιατί κι οι δυο μαζί αγκαλιασμένοι κλαίνε»;
Κι αυτοί την ιστορία του δυστυχισμένου πατέρα λένε.

Τότε όλοι μαζί μαζεύονται και τα μάτια τους δακρύζουν
και την καρδιά τους με αβάσταχτο πόνο γεμίζουν.
Κλαίνε όχι μόνο για το δράμα του δυστυχισμένου πατέρα
αλλά και για αυτό που συμβαίνει στην χώρα κάθε ημέρα.

Κλαίνε για τη δυστυχία που στην Ελλάδα έχει επικρατήσει
και ο καθένας σ’ όλη τη χώρα μπορεί ν’ αντικρίσει.
Κλαίνε για τα όνειρα των παιδιών τους που έχουν χαθεί
και για την ελπίδα τους, για το μέλλον που έχει εξανεμιστεί.

Copyright 2011, Lefteris Pindaratos. All Rights Reserved.
This work may not be copied, reproduced, or used without written permission by the author.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ: Αν σας ενδιαφέρει να εμπορευτείτε αυτό το λογοτεχνικό έργο, να το εκτυπώσετε, μεταβιβάσετε σε άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ή παράγετε σε παράγωγα έργα, όπως μουσικά, θεατρικά, τηλεοπτικές κωμικές σειρές, ταινίες, ή άλλες προσαρμογές, μπορείτε να επικοινωνήσετε με το συντάκτη: pindar@axioprepia.com για να ζητήσετε συμφωνία για άδεια χρήσης.